- ἀνάπυστος
- ἀνάπυστοςwell-knownmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάπυστος — ἀνάπυστος, ον (Α) [αναπυνθάνομαι] πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός … Dictionary of Greek
ἀνάπυστον — ἀνάπυστος well known masc/fem acc sg ἀνάπυστος well known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπυστα — ἀνάπυστος well known neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπυνθάνομαι — ἀναπυνθάνομαι (Α) 1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ 2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι». ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος] … Dictionary of Greek